καιάδᾱς

καιάδᾱς
καιάδᾱς
Grammatical information: m.
Meaning: `pit or cavern at Sparta, into which people sentenced to death or their bodies were thrown' (Th. 1, 134, Paus. 4, 18,4, D. Chr. 80, 9).
Other forms: -ου, Dor. -ᾱ
Derivatives: Also καιάτας, -έτας `id.' (Eust. 1478, 45); καιετός `fissure produced by earthquake' (Str. 8, 5, 7), καίατα ὀρύγματα η τὰ ὑπὸ σεισμῶν καταρραγέντα χωρία H
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The connection with Skt. kévaṭa- m. `pit' must be rejected (Kuiper, Aryans in the Rgveda 27); so no IE. *kaiu̯r̥-t-; cf. Mayrhofer KEWA s. v.). The form καιετός may be a reshaping after ὀχετός, (σ)κάπετος a. o. In καιάδας an old variant with -δ- is suspected (Schwyzer 498 n. 13; but words like γαιάδας ὁ δῆμος ὑπὸ Λακώνων, γαυσάδας ψευδής H. show the Laconian use of the δᾱ-suffix also oustide their territory). Mixed forms are καιάτας, -έτας. - Vgl. κητώεσσαν. - It seems clear that the word is Pre-Greek; perhaps *kawye-, which would give *καιϜα\/ετ-; the ε from a after the palatalized consonant (the δ is a normal variant). Fur. 180, 349.
Page in Frisk: 1,753

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Καιάδα — Καιάδᾱ , Καιάδης masc nom/voc/acc dual (doric) Καιάδᾱ , Καιάδης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καιάδα — καιάδᾱ , καιάδας a pit masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καιάδας — Καιάδᾱς , Καιάδης masc acc pl (doric) Καιάδᾱς , Καιάδης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καιάδαν — Καιάδᾱν , Καιάδης masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακρημνισμός — Βαρύτατη ποινή, την οποία επέβαλαν κυρίως στους ιερόσυλους και την εκτελούσαν στους Δελφούς από την Υαμπεία Πέτρα (απόκρημνο βράχο του Παρνασσού), στην Αθήνα από το λεγόμενο βάραθροόρυγμα και στη Σπάρτη από τον Καιάδα. Ανάλογη ποινή με τον κ.… …   Dictionary of Greek

  • Αριστομένης — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ήρωας των Μεσσηνίων (7ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Πύρρου ή του Νικομήδη και της Νικοτέλειας, από το γένος των Αιπυτιδών. Ξεσήκωσε τους Μεσσηνίους εναντίον της Σπάρτης και έδειξε τόση ανδρεία στον Β’ Μεσσηνιακό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”